Το 1957 γυρίστηκε στην Ύδρα η μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία της εποχής "το Παιδί και το δελφίνι", μια καλοκαιρινή περιπέτεια έρωτα και μυστηρίου στην οποία πρωταγωνιστούσε η απόλυτη ιταλίδα ντίβα της μεγάλης οθόνης Σοφία Λόρεν. Η Yδρα άρχισε να γίνεται διεθνώς γνωστή και όλοι ξαφνικά άρχισαν να τραγουδούν «Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη;».

Η υπόθεση του μυθιστορήματος του Ντιβάιν και της ταινίας είναι μια σύγχρονη ιστορία, σύμφωνα με την οποία, μία αρχαιολογική αποστολή ανασύρει από το βυθό ένα αρχαίο πλοίο. Ωστόσο, το πιο πολύτιμο εύρημα του ναυαγίου, ένα αρχαίο χρυσοχάλκινο άγαλμα ενός παιδιού πάνω σε ένα δελφίνι (το οποίο μάλιστα υποτίθεται ότι έχει μαγικές δυνατότητες), το ανακαλύπτει μια φτωχή Υδραία δύτρια σφουγγαριών. Το γεγονός θα προκαλέσει φασαρίες. Ο φίλος της «σφουγγαρούς» θέλει να το πουλήσει σε έναν ύποπτο συλλέκτη αρχαιοτήτων, ενώ η Φαίδρα θέλει να το δώσει στον ανθρωπολόγο που τη φλερτάρει και που με τη σειρά του θα το επιστρέψει στην ελληνική κυβέρνηση.

Το στοίχημα του ρουμανικής καταγωγής, διακεκριμένου στο Χόλιγουντ Γιαν Νεγκουλέσκο, ο οποίος ανέλαβε τη σκηνοθεσία της ταινίας, ήταν να γυρίσει ένα φιλμ πλημμυρισμένο από Ελλάδα. Στην πρώτη επίσκεψή του στην Ελλάδα, ο σκηνοθέτης των επιτυχιών «Πώς να παντρευτείτε έναν εκατομμυριούχο», «Πιστεύουμε στον έρωτα» και «Σιωπηλή τραγωδία» (για την οποία είχε προταθεί για Οσκαρ) γύρισε τη χώρα από άκρη σ' άκρη. Ο Νεγκουλέσκο επισκέφτηκε πολλά σημεία της ηπειρωτικής Ελλάδας αναζητώντας και επισημαίνοντας τοπία κατάλληλα για κινηματογράφηση.

Η παραγωγή ήταν πραγματικά φιλόδοξη για τα μέτρα της εποχής γιατί το «Παιδί επάνω στο δελφίνι» θα ήταν η πρώτη ταινία που θα γυριζόταν σε σύστημα Σινεμασκόπ 55 χιλιοστών και όλη με εξωτερικά γυρίσματα. Νησιά-αρχαιολογικοί χώροι και Αιγαίο Πέλαγος θα ανήκαν στους πρωταγωνιστές του «Δελφινιού». Ο Νεγκουλέσκο από την αρχή ήταν της γνώμης ότι η ταινία θα είχε και υποβρύχια γυρίσματα, γι' αυτό και πριν από την πρώτη επίσκεψή του είχε μιλήσει διεξοδικά με τον Ζακ Ιβ Κουστό, μετρ των υποβρύχιων ντοκιμαντέρ.

Αν και αρχική σκέψη του στούντιο ήταν να δοθούν οι ρόλοι των δύο πρωταγωνιστών στην Τζόαν Κόλινς και στον Ρόμπερτ Βάγκνερ, σύντομα αυτή η σκέψη άλλαξε. Το στούντιο ήθελε να δώσει μεσογειακό χρώμα και στην πρωταγωνίστρια και έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον να «κλείσει» τη χυμώδη ιταλίδα σταρ Τζίνα Λολομπρίτζιτα με παρτενέρ τον Κάρι Γκραντ όπως ο ίδιος ο Νεγκουλέσκο είχε δηλώσει. Το μόνο πρόσωπο που είχε κλείσει από την αρχή ήταν ο βρετανός ηθοποιός Κλίφτον Γουέμπ στον ρόλο του μυστηριώδους πλούσιου συλλέκτη αρχαιοτήτων.

  

Εν τέλει η Σοφία Λόρεν ήταν η ηθοποιός που επελέγη, ένα λαμπρό βήμα στην καριέρα της γιατί το «Παιδί επάνω στο δελφίνι» επρόκειτο να είναι το ντεμπούτο της σε αμερικανική παραγωγή. Ο Γκραντ έκανε πίσω διότι ήθελε να μείνει στο πλάι της συζύγου του, Μπέτσι Ντρέικ, η οποία είχε μόλις γλιτώσει από το ναυάγιο του υπερωκεάνιου «Andrea Doria». Τον αντικατέστησε ο βραχύσωμος Αλαν Λαντ, επίσης μεγάλος σταρ της εποχής, ο οποίος όμως είχε σοβαρά προβλήματα με το αλκοόλ. Θα πρέπει να δώσει κανείς σημασία στο ύψος του Λαντ διότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στα γυρίσματα. Καθότι κοντύτερος κατά ένα τουλάχιστον κεφάλι της Σοφίας Λόρεν, ο Λαντ ήταν αναγκασμένος να περπατά πάνω σε μια ειδική ράμπα ώστε να βρίσκεται στο ίδιο ύψος με εκείνη!

Οπως ήταν αναμενόμενο, η άφιξη της Σοφίας Λόρεν στη χώρα μας υπήρξε επεισοδιακή. Την υποδέχθηκε ο Σπύρος Σκούρας μαζί με εκπροσώπους του κινηματογραφικού κόσμου και φυσικά πλήθος θαυμαστών της οι οποίοι «ώρμησαν ευθύς ως η Λόρεν εξήλθε του αεροπλάνου και εδημιούργησαν στενόν κλοιόν πέριξ της καλλιτέχνιδος εν τη προσπαθεία των να την ίδουν από κοντά»

Χρειάστηκε δε η επέμβαση της αστυνομίας προκειμένου να διαλυθεί το πλήθος και να ανοίξει δίοδος για τη φυγή της. Η ίδια παραδέχθηκε αργότερα ότι φοβήθηκε και ότι ποτέ στη ζωή της δεν είχε ζήσει κάτι παρόμοιο με θαυμαστές της. Εξίσου επεισοδιακή βέβαια ήταν και η άφιξη της Λόρεν στην Υδρα.

Γυρίσματα της ταινίας δεν έγιναν μόνον στην Υδρα. Ο φακός του Μίλτον Κράσνερ κατέγραψε σκηνές στον Παρθενώνα ενώ έγιναν επίσης κάποιες γενικές λήψεις στον κόλπο του Σαρωνικού. Αξέχαστη πάντως παραμένει ακόμη και σήμερα η σκηνή στην οποία βλέπουμε τη Λόρεν να τραγουδά μαζί με τον Τώνη Μαρούδα το «Τι 'ναι αυτό που το λένε αγάπη;» μέσα στο ταβερνάκι. Από ελληνικής πλευράς εμφανίζεται επίσης ο Αλέξης Μινωτής στον ρόλο ενός κυβερνητικού εκπροσώπου.

Ο Ζαν Νεγκουλέσκο αργότερα θα έλεγε ότι υπήρξε τυχερός γιατί στην προσωπικότητα της Λόρεν ανακάλυψε ότι η εξωτερική εμφάνιση δεν αποτελεί παρά το δευτερεύον μέρος των προσόντων της. Οι αρχικοί λόγοι της φήμης και της δόξας της, το σώμα της δηλαδή, αποτελούν σήμερα μια ευχάριστη βέβαια, αλλά και δευτερεύουσα όψη του πλούσιου ταλέντου της. Η Σοφία Λόρεν είναι, όπως λένε και στο Χόλιγουντ, μια «φυσική» (natural) ηθοποιός, πραγματικά ανίκανη να κάνει μια λανθασμένη δραματική κίνηση.

Το 1959 σε τρισέλιδο άρθρο του ο αμερικανός συγγραφέας Ερνεστ Χάουζερ έδωσε μια εικόνα των «χρυσών ελληνικών νησιών του Αιγαίου» καλώντας ταυτόχρονα τους συμπατριώτες του να τα γνωρίσουν από κοντά. «Θα βρείτε αρκετά πρωτόγονα νησιά, άλλα ακατοίκητα, γρανιτένια, μερικά βραχώδη, και θα νιώσετε εντός σας να σας καλούν, καθώς θα πλέετε μακριά τους» γράφει χαρακτηριστικά ο Χάουζερ μιλώντας για τις εμπειρίες του στη Μύκονο, στη Δήλο, στην Τήνο, στην Πάρο, στη Σαντορίνη, στη Μήλο και αλλού. «Οπως θα σας καλεί παντοτινά η Υδρα, με το λιμάνι της εκείνο που μοιάζει σαν μια λησμονημένη σκηνοθεσία... Ηδη την έχετε γνωρίσει από τις κινηματογραφικές βουτιές της Σοφία Λόρεν στους ενάλιους βυθούς της αναζητώντας "το παιδί με το δελφίνι"».